Εκτύπωση

Έρευνα Χρηματοοικονομικής Κατάστασης και Καταναλωτικών Συνηθειών των Νοικοκυριών σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)

Παρασκευή, 23 Δεκεμβρίου 2016

    Το Household Finance and Consumption Network (HFCN) είναι ένα δίκτυο το οποίο καθιερώθηκε το 2006, αποτελούμενο από ερευνητές, στατιστικολόγους και οικονομολόγους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ), και αριθμό  Εθνικών Στατιστικών Ινστιτούτων. Το HFCN διεξάγει τη δειγματοληπτική έρευνα χρηματοοικονομικής κατάστασης και καταναλωτικών συνηθειών των νοικοκυριών (HFCS), η οποία συλλέγει λεπτομερή στοιχεία σε επίπεδο νοικοκυριού, που αφορούν περιουσιακά στοιχεία, πιστωτικές υποχρεώσεις, εισόδημα, κατανάλωση κ.α. Στόχος της έρευνας που γίνεται μέσω προσωπικών συνεντεύξεων και στη βάση ενός εναρμονισμένου ερωτηματολογίου, είναι η καταγραφή, η μέτρηση και η ανάλυση των αποφάσεων που παίρνουν τα νοικοκυριά σε τομείς όπως η αποταμίευση, οι επενδύσεις, ο δανεισμός, η κατανάλωση, οι διάφοροι τρόποι συναλλαγών και η συνταξιοδότηση, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο νοικοκυριών. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σημαντική πηγή  πληροφόρησης για την κατανόηση της συμπεριφοράς των νοικοκυριών και τη διαμόρφωση κατάλληλης πολιτικής.  

    Η ΕΚΤ δημοσιεύει σήμερα τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας, μια σχετική στατιστική έκθεση καθώς και μια ενδελεχή μεθοδολογική έκθεση η οποία αποτελεί χρήσιμο επεξηγηματικό εργαλείο. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην έκθεση της ΕΚΤ αφορούν το δεύτερο κύμα της εν λόγω έρευνας, το οποίο διεξήχθη στις πλείστες χώρες κατά το 2014, ενώ το πρώτο κύμα πραγματοποιήθηκε το 2010. Στο δεύτερο κύμα συμμετείχαν συνολικά 20 χώρες της ΕΕ, ενώ λήφθηκαν απαντήσεις από 84000 νοικοκυριά. Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της έρευνας είναι ο διαχωρισμός των αποτελεσμάτων από οποιαδήποτε προσωπικά στοιχεία του νοικοκυριού, το οποίο διασφαλίζει την ανωνυμία και εμπιστευτικότητα των δεδομένων. Η έκθεση της ΕΚΤ, που δημοσιεύεται σήμερα, επικεντρώνεται στην ανάλυση πανευρωπαϊκών στοιχείων, με περιορισμένο αριθμό συγκρίσεων αποτελεσμάτων μεταξύ χωρών. Συγκριτικοί πίνακες φυσικά για όλες τις χώρες που συμμετέχουν περιλαμβάνονται στο στατιστικό παράρτημα της Έκθεσης Αποτελεσμάτων και σε σχετικό δημοσίευμα με στατιστικούς πίνακες.

     Στο παρόν επεξηγηματικό σημείωμα της ΚΤΚ δίδεται έμφαση περισσότερο στα αποτελέσματα που προέκυψαν από την κυπριακή έρευνα, ενώ η ανάλυση των συνολικών στοιχείων είναι περιορισμένη. Στο στάδιο αυτό οι αναφορές στα αποτελέσματα καλύπτουν σε γενικές γραμμές μόνο μερικά σημαντικά ευρήματα της έρευνας. Σε μεταγενέστερο στάδιο θα αναλυθούν σε λεπτομέρεια διάφορες πτυχές της κατάστασης των νοικοκυριών που καλύπτονται στην έρευνα.

     Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην αντιπαραβολή στοιχείων μεταξύ χωρών, λόγω διάφορων ιδιαιτεροτήτων που δυσχεραίνουν το έργο της σύγκρισης. Για παράδειγμα, η κάθε χώρα έχει διαφορετικά θεσμικά χαρακτηριστικά, που διαφοροποιούν την εκάστοτε ανάλυση αποτελεσμάτων της έρευνας, όπως για παράδειγμα η διαθεσιμότητα κοινωνικής στέγασης και η μη συμπερίληψη όλων των μελλοντικών αναμενόμενων συντάξεων. Επίσης, τα επίπεδα καταθέσεων στην κάθε χώρα επηρεάζονται από εθνικές ιδιαιτερότητες, όπως την ύπαρξη ικανοποιητικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας, την παροχή δωρεάν ανώτερης εκπαίδευσης, το σύστημα επιδομάτων κ.α. Επιπλέον, τα επίπεδα πλούτου έχουν πολύ στενή συσχέτιση με τα ποσοστά ιδιοκτησίας της πρώτης κατοικίας και τη στενότητα των οικογενειακών σχέσεων σε κάθε χώρα. Παράλληλα, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η χρονική διαφορά στις εργασίες πεδίου ανά χώρα, αφού δεν έγιναν την ίδια περίοδο σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης και η επιλογή στρατηγικής στην κάθε χώρα για την υπερδειγματοληψία των νοικοκυριών που εκ πρώτης όψεως μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως “πλούσια”. Επιπρόσθετα, η έκθεση αποτελεσμάτων της ΕΚΤ παρουσιάζει στοιχεία ανά νοικοκυριό, μη λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος αλλά και τη σύστασή του νοικοκυριού, δύο συνιστώσες που ενδέχεται να διαφοροποιήσουν και τα αποτελέσματα όταν ληφθούν υπόψη.

     Η έκθεση αποτελεσμάτων της ΕΚΤ επικεντρώνεται στην ανισότητα διανομής πλούτου στις συμμετέχουσες χώρες, και όπως αυτή μεταβλήθηκε μεταξύ των δύο κυμάτων. Σύμφωνα με τα συνολικά αποτελέσματα, ο καθαρός πλούτος των ευρωπαϊκών νοικοκυριών μειώθηκε κατά 10% το 2014, σε σύγκριση με το 2010, με κύριο λόγο τη πτώση στις τιμές ακινήτων και σε μικρότερο βαθμό την αύξηση στο χρέος των νοικοκυριών. Σημειώνεται ότι οι τιμές ακινήτων είχαν ετερογενείς διακυμάνσεις μεταξύ χωρών, ενώ ο αντίκτυπός τους στον πλούτο των νοικοκυριών ανά χώρα επηρεάζεται και από το ποσοστό ιδιοκτησίας πρώτης κατοικίας σε κάθε χώρα. Όσον αφορά τον καθαρό πλούτο σε απόλυτους αριθμούς, τα πιο πλούσια νοικοκυριά είχαν την μεγαλύτερη αρνητική μεταβολή, αλλά σε ποσοστιαία αλλαγή, η πτώση του καθαρού πλούτου στα πιο φτωχά νοικοκυριά ήταν μεγαλύτερη.

     Ενδεικτικά, τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν πως η ανισότητα πλούτου έχει αυξηθεί από το 2010 μέχρι το 2014. Ο δείκτης P90/P10, ο οποίος αντικατοπτρίζει την αναλογία πλούτου μεταξύ του 90ου εκατοστημορίου και του 10ου εκατοστημορίου (δηλαδή των πιο πλούσιων και πιο φτωχών νοικοκυριών), σημείωσε αύξηση από 428 σε 509. Παράλληλα, ο συντελεστής Gini, ένα άλλο εργαλείο μέτρησης ανισότητας, αυξήθηκε οριακά από 68 σε 68.6.

     Το υπόλοιπο του παρόντος σημειώματος επικεντρώνεται στα αποτελέσματα της κυπριακής έρευνας HFCS, αφού στην τελική έκθεση της ΕΚΤ η ανάλυση επικεντρώνεται κυρίως σε πανευρωπαϊκά στοιχεία, με λιγοστή ανάλυση ανά χώρα. Πρέπει να αναφερθεί πως όταν σχολιάζονται διακυμάνσεις στην αξία κάποιων κατηγοριών, αυτές αντιπροσωπεύουν τη διάμεση αξία αντί τη μέση αξία, έτσι ώστε να μην επηρεαστούν οι αριθμοί από κάποιες ακραίες παρατηρήσεις στα δύο άκρα της διανομής στοιχείων.

     Στην Κύπρο η έρευνα διεξήχθη από την ΚΤΚ με τη βοήθεια εξωτερικού συνεργάτη. Η έρευνα κάλυψε όλη την Κύπρο και τα νοικοκυριά που συμμετείχαν σε αυτή είχαν επιλεγεί τυχαία χρησιμοποιώντας συγκεκριμένο σχέδιο δειγματοληψίας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ. Για την αποτελεσματικότερη εκτίμηση των θετικά συσχετισμένων με τον πλούτο μεταβλητών, στοχεύεται η πιο υψηλή αντιπροσώπευση νοικοκυριών στο δείγμα που μπορεί να θεωρηθούν εκ πρώτης όψεως ως «πλούσια». Το μέγεθος του δείγματος το οποίο χρειάζεται ώστε να εξασφαλίζει την αντιπροσωπευτικότητα τόσο σε επίπεδο Κύπρου όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης, ανέρχεται στα 1200 νοικοκυριά. Συγκεκριμένα, στο πρώτο κύμα συμμετείχαν στην έρευνα 1237 νοικοκυριά, ενώ στο δεύτερο κύμα 1289 νοικοκυριά. Αυτό που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στην κυπριακή έρευνα HFCS είναι πως 930 νοικοκυριά που συμμετείχαν στο πρώτο κύμα συμμετείχαν και στο δεύτερο κύμα. Το γεγονός αυτό μας παρέχει τη δυνατότητα παρατήρησης νοικοκυριών διαχρονικά, ώστε να αξιολογηθούν καλύτερα οι επιπτώσεις που είχε η πρόσφατη οικονομική κρίση στη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, καθώς και πως επηρεάστηκαν οι αποφάσεις τους.

     Όπως ήταν αναμενόμενο, η έρευνα στην Κύπρο έδειξε πως τα κυπριακά νοικοκυριά επηρεάστηκαν σχετικά περισσότερο από την οικονομική κρίση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που συμμετέχουν στην έρευνα. Αυτό διαφαίνεται από τις σημαντικές μειώσεις που καταγράφονται στα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών, καθώς και στα εισοδήματά τους.

     Συγκεκριμένα, μεταξύ 2010 και 2014 η διάμεση αξία των συνολικών πραγματικών περιουσιακών στοιχείων σημείωσε πτώση κατά 34,9%, τη δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη μετά την Ελλάδα (35,9%). Αυτή η εξέλιξη οφείλεται κυρίως στη σημαντική πτώση στις τιμές των ακινήτων στην Κύπρο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από το Δείκτη Τιμών Ακινήτων της ΚΤΚ. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της έρευνας φανερώνουν πως η διάμεση αξία της άλλης ακίνητης περιουσίας μειώθηκε κατά 32,7% και η διάμεση αξία της κύριας κατοικίας μειώθηκε κατά 22,1%. Όσον αφορά το ποσοστό ιδιοκτησίας πραγματικών περιουσιακών στοιχείων, και αυτό σημείωσε πτώση από το πρώτο στο δεύτερο κύμα. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στην κατοχή ακίνητης περιουσίας πέραν της κύριας κατοικίας (-5,7%) και στην κύρια κατοικία (-3,2%). Σε ονομαστικούς αριθμούς, η αξία της άλλης ακίνητης περιουσίας πέραν της κύριας κατοικίας μειώθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη συνιστώσα, εξέλιξη η οποία σε συνάρτηση και με την πτώση στην ιδιοκτησία που παρατηρείται, πιθανόν να υποδηλοί πως τα νοικοκυριά προχώρησαν με πωλήσεις ακίνητης περιουσίας πέραν της κύριας κατοικίας για κάλυψη των αναγκών τους.

      Αναφορικά με τα χρηματοοικονομικά στοιχεία των νοικοκυριών, σημειώθηκε μείωση στα νοικοκυριά που είχαν οποιοδήποτε χρηματοοικονομικό στοιχείο κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες, που αποτελεί τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα. Συγκεκριμένα, σημειώθηκε μείωση 5 μονάδων στα νοικοκυριά που είχαν καταθέσεις και ακόμη μεγαλύτερη μείωση κατά 26,1 μονάδες στα νοικοκυριά τα οποία κατείχαν εθελοντικά σχέδια σύνταξης / ασφάλειες ζωής. Μετά από τις προαναφερθείσες μειώσεις που καταγράφηκαν, τα κυπριακά νοικοκυριά κατατάσσονται πλέον τρίτα από το τέλος στην κατοχή χρηματοοικονομικών στοιχείων, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και τις αδυναμίες των συλλεχθέντων στοιχείων, όπως περιγράφονται πιο κάτω.

     Όσον αφορά την αξία των χρηματοοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων συμβαίνει το εξής παράδοξο. Παρατηρείται σημαντική μείωση στην αξία των συνολικών χρηματοοικονομικών στοιχείων (-33%), πράγμα το οποίο είναι φυσιολογικό αν λάβουμε υπόψη τα γεγονότα του 2013, ενώ στις καταθέσεις παρατηρείται σημαντική  αύξηση, σχεδόν διπλασιασμός. Το γεγονός αυτό μπορεί να επεξηγηθεί από την τεράστια μείωση κατά 42,2% στη διάμεση αξία των εθελοντικών σχεδίων σύνταξης / ασφαλειών ζωής, τις οποίες τα νοικοκυριά πιθανότατα να επέλεξαν να ρευστοποιήσουν και να διατηρήσουν σε μορφή καταθέσεων, έτσι ώστε να μπορούν να τα αξιοποιήσουν για συμπλήρωση του χαμένου εισοδήματός τους. Επίσης, κατά το αποκορύφωμα της κρίσης, λόγω του κλυδωνισμού που επήλθε στην οικονομία με την απομείωση των καταθέσεων, πολλά ταμεία προνοίας έτυχαν αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης, με τα συσσωρευμένα υπόλοιπα που αναλογούσαν στον κάθε δικαιούχο να διαμοιράζονται αντιστοίχως. Επίσης, στο πρώτο κύμα πολλοί συμμετέχοντες είτε δεν απάντησαν την ερώτηση αυτή, είτε απάντησαν δηλώνοντας “Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ” ή δήλωσαν πολύ πιο χαμηλές καταθέσεις από όσες έχουν στην πραγματικότητα (under reporting). Στο δεύτερο κύμα, ενδεχόμενα και μετά την εμπιστοσύνη που δημιούργησαν οι ερευνητές με τους ερωτηθέντες, και καθώς το πιο μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών είχε συμμετάσχει ήδη και στο πρώτο κύμα (panel component), έχουν συλλεγεί πιο ρεαλιστικά στοιχεία. Εξακολουθεί όμως να καταγράφεται μεγάλη απόκλιση από τα πραγματικά στοιχεία που παρατηρούμε στους συνολικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.

     Σχετικά με τις πιστωτικές υποχρεώσεις, σημειώθηκε πτώση 6,3 μονάδων στα νοικοκυριά που είχαν οποιασδήποτε μορφής χρέος από το πρώτο στο δεύτερο κύμα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο συμψηφισμό των καταθέσεων και δανείων λόγω της εξυγίανσης με ίδια μέσα της Λαϊκής Τράπεζας, καθώς επίσης και στην απουσία νέων δανείων στην αγορά. Μεγάλη μείωση κατά 10,9 μονάδες καταγράφηκε στην κατοχή μη-ενυπόθηκων δανείων, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν και καταναλωτικά, που υποδηλώνει ότι τα νοικοκυριά έγιναν πιο φειδωλά στο δανεισμό για περιστασιακές αγορές. Παρά τη μείωση στα νοικοκυριά που έχουν χρέος, η διάμεσος αξία των συνολικών υποχρεώσεων των νοικοκυριών σημειώνει αύξηση κατά 17,7%, το οποίο πιθανότατα να υποδηλοί την αποπληρωμή δανείων χαμηλής ή μεσαίας αξίας, καθώς και την επιβάρυνση με υψηλό δανειστικό επιτόκιο, που έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση αποπληρωμής του χρέους. Συγκεκριμένα, η πιο μεγάλη αύξηση, τόσο σε αξία όσο και σε ποσοστό (46,3%), σημειώθηκε στα ενυπόθηκα δάνεια ακινήτων εκτός της κύριας κατοικίας.

     Μεταξύ των πιο σημαντικών ευρημάτων της έρευνας είναι ο υπολογισμός του καθαρού πλούτου και του ακάθαρτου εισοδήματος των νοικοκυριών. Στην Κύπρο καταγράφηκε η μεγαλύτερη μείωση στη διάμεση αξία καθαρού πλούτου πανευρωπαϊκά, η οποία συρρικνώθηκε κατά περίπου 40%. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη μετά από τη σημαντική πτώση που σημειώθηκε στις τιμές των ακινήτων τα τελευταία χρόνια, αλλά και λόγω της απομείωσης των καταθέσεων το 2013. Τα δύο σημαντικότερα στοιχεία από τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών είναι η κύρια κατοικία καθώς και η άλλη ακίνητη περιουσία πέραν της κύριας κατοικίας (αποτελούν το 74,3% των συνολικών πραγματικών περιουσιακών στοιχείων), τα οποία επηρεάστηκαν πιο πολύ από την πτώση των τιμών. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν ληφθεί υπόψη ο καθαρός πλούτος ανά κεφαλή, ο καθαρός πλούτος σημειώνει περαιτέρω πτώση λόγω του μεγάλου μεγέθους των κυπριακών νοικοκυριών, σε αντίθεση με χώρες με μικρά νοικοκυριά όπως η Γερμανία, Φινλανδία και Αυστρία. 

     Σε παρόμοια τροχιά κινήθηκε και το ακάθαρτο εισόδημα του νοικοκυριού, του οποίου η διάμεση αξία σημείωσε τη μεγαλύτερη μείωση από όλες τις χώρες (34,2%), φτάνοντας στα €22 700, ως απότοκο της απότομης διόρθωσης που σημειώθηκε στους μισθούς καθώς και της αύξησης της ανεργίας. Αυτή η εξέλιξη ταξινομεί τα κυπριακά νοικοκυριά αρκετά πιο χαμηλά από την πανευρωπαϊκή διάμεση αξία (€29 200), ενώ άλλες χώρες με χαμηλότερα εισοδήματα είναι η Ελλάδα, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία, Εσθονία και Λετονία. 

     Συνολικά, η εν λόγω έρευνα παρέχει ευρύ πλούτο πληροφοριών, καθώς περιέχει μεγάλο αριθμό ερωτήσεων που αγγίζουν ευαίσθητες πτυχές της χρηματοοικονομικής κατάστασης και των καταναλωτικών συνηθειών των νοικοκυριών. Πιο πάνω παρουσιάστηκαν μόνο μερικές πτυχές. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η βάση δεδομένων του HFCS παρέχει την δυνατότητα διεξαγωγής και άλλων σημαντικών αναλύσεων και ερευνών που σχετίζονται τόσο με τα ευρωπαϊκά όσο και με τα κυπριακά νοικοκυριά.