Εκτύπωση

Ιστορικό


Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) ιδρύθηκε το 1963, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, σύμφωνα με τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο του 1963 και τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σήμερα η ΚΤΚ διέπεται από τους περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμους του 2002, όπως εκάστοτε έχουν τροποποιηθεί (από τώρα και στο εξής «περί ΚΤΚ Νόμος»).

Ο πρωταρχικός σκοπός της ΚΤΚ είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Χωρίς επηρεασμό του πρωταρχικού σκοπού της και υπό τον όρο της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (1) του άρθρου 105 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτή εκάστοτε έχει τροποποιηθεί, η ΚΤΚ στηρίζει τη γενική πολιτική του Κράτους.

Η ΚΤΚ ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των σκοπών της, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε αρμοδιοτήτων που ασκούνται από κεντρική τράπεζα και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της ΚΤΚ στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).

Οι βασικές αρμοδιότητες της ΚΤΚ είναι οι ακόλουθες (οι όροι που χρησιμοποιούνται έχουν έννοια την οποία αποδίδει σε αυτούς ο περί ΚΤΚ Νόμος):

(α) Η συμβολή, ως αναπόσπαστο μέρος του ΕΣΚΤ, στη χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

(β) η κατοχή, διαφύλαξη και διαχείριση των επίσημων αποθεμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα οποία περιλαμβάνονται τα διαθέσιμα της ΚΤΚ και του Δημοσίου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε συνάλλαγμα και χρυσό·

(γ) η διενέργεια πράξεων σε συνάλλαγμα, καθώς και η διαχείριση συναλλαγματικών αποθεμάτων, τα οποία δυνατόν να παραχωρηθούν στην ΚΤΚ για διαχείριση, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 111 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως εκάστοτε έχει τροποποιηθεί·

(δ) η χορήγηση άδειας και η εποπτεία των αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα και με τις διατάξεις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε έχει τροποποιηθεί. Από την έναρξη λειτουργίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) στις 4 Νοεμβρίου 2014, ένα σημαντικό μέρος των εποπτικών καθηκόντων της ΚΤΚ ανατεθήκαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ, σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων·

(ε) η μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος, με απώτερο στόχο τη συμβολή στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος·

(στ) η προσφορά υπηρεσιών ή η άσκηση καθηκόντων τραπεζίτη και αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε χρηματοοικονομικά θέματα·

(ζ) η προώθηση, ρύθμιση και επίβλεψη της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών·

(η) η συλλογή, επεξεργασία και διανομή στατιστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που απαιτούνται για την έναντι της ΕΚΤ εκπλήρωση των καθηκόντων της ΚΤΚ ως αναπόσπαστου μέρους του ΕΣΚΤ·

(θ) η συμμετοχή ως μέλους σε διεθνείς νομισματικούς και οικονομικούς οργανισμούς, επιφυλασσόμενης σχετικής εγκρίσεως της ΕΚΤ κατά την παράγραφο (2) του άρθρου 6 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.

Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, η ΚΤΚ ανέλαβε πλήρως τις αρμοδιότητές της αναφορικά με την προσφορά υπηρεσιών ως τραπεζίτης της κυβέρνησης και τη διαχείριση των επίσημων συναλλαγματικών αποθεμάτων, καθώς και την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ελέγχου συναλλάγματος. Παράλληλα, η ΚΤΚ ενίσχυσε την εσωτερική της δομή και άρχισε τη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου εποπτείας των τραπεζών, καθώς και του πλαισίου άσκησης νομισματικής πολιτικής. Κατά το τέλος της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η νομισματική πολιτική έγινε πιο ενεργητική και η εποπτεία των τραπεζών τέθηκε σε πιο συστηματική βάση. Σε αυτή την περίοδο, εκδόθηκαν και τα πρώτα κυβερνητικά αξιόγραφα με σκοπό την ενθάρρυνση των εγχώριων αποταμιεύσεων και τη μη πληθωριστική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Μετά την οικονομική καταστροφή που προκάλεσε η τουρκική εισβολή το 1974, η ΚΤΚ συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας. Έτσι, η ΚΤΚ ακολούθησε επεκτατική νομισματική πολιτική, διευκολύνοντας τη χρηματοδότηση των στεγαστικών αναγκών των προσφύγων και την αναπλήρωση των απολεσθέντων κεφαλαιουχικών αποθεμάτων και υποδομής. Η συμβολή της ΚΤΚ στην ταχεία βελτίωση των οικονομικών συνθηκών που ακολούθησε ήταν καθοριστική. Επίσης, κατά την περίοδο μετά την εισβολή, η ΚΤΚ ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια για ανάπτυξη της Κύπρου ως περιφερειακού επιχειρηματικού και χρηματοοικονομικού κέντρου. Ειδικότερα, ο τομέας διεθνών επιχειρήσεων παρουσίασε ταχεία πρόοδο και διεύρυνση, συμβάλλοντας σημαντικά στις εισροές συναλλάγματος και στη δημιουργία θέσεων εργασίας στο νησί.

Πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η ΚΤΚ ενέτεινε τις προσπάθειες της για ελευθεροποίηση και εκσυγχρονισμό του χρηματοοικονομικού τομέα. Αυτό ήταν επιβεβλημένο τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και για σκοπούς εναρμόνισης των οικονομικών δομών και πολιτικών της Κύπρου με την ΕΕ.

Το 1996 η ΚΤΚ εισήγαγε ένα νέο πλαίσιο άσκησης νομισματικής πολιτικής, ευθυγραμμισμένο με τις αντίστοιχες πρακτικές της ΕΕ, αντικαθιστώντας τα εργαλεία άμεσου ελέγχου της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα με μεθόδους που βασίζονται στην αγορά. Πιο συγκεκριμένα, το ελάχιστο ποσοστό ρευστότητας, που ήταν το κύριο εργαλείο νομισματικής πολιτικής, εγκαταλείφθηκε. Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, που διενεργούνται μέσω δημοπρασίας, έγιναν το κύριο εργαλείο ελέγχου της ρευστότητας και άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Η ΚΤΚ εισήγαγε, επίσης, τις δημοπρασίες αποδοχής καταθέσεων ως μέσο απορρόφησης πλεονάζουσας ρευστότητας.

Σταθμός στην πορεία ελευθεροποίησης του χρηματοοικονομικού τομέα ήταν η κατάργηση του νομικά καθορισμένου ανωτάτου ορίου επιτοκίων την 1η Ιανουαρίου 2001.

Από τη δεκαετία του 1990, η ΚΤΚ εφάρμοσε πρόγραμμα σταδιακής απελευθέρωσης της διακίνησης κεφαλαίων. Τον Ιούλιο του 2003, ψηφίστηκε ο περί της Διακίνησης Κεφαλαίων Νόμος, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία προσχώρησης της Κύπρου στην EE. Ο νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, κατάργησε τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, ολοκληρώνοντας έτσι την κατάργηση των εναπομείναντων συναλλαγματικών περιορισμών.

Στις 2 Μαΐου 2005, η κυπριακή λίρα εντάχθηκε στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΙΙ (ΜΣΙ ΙΙ) με κεντρική ισοτιμία €1 = £ 0,585274, δηλαδή την ίδια ισοτιμία που είχε υιοθετήσει μονομερώς η Κύπρος έναντι του ευρώ από το 1999. Παρέμειναν τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης ±15%, αν και στην πράξη η λίρα διακυμάνθηκε στα στενότερα περιθώρια ±2,25%, τόσο πριν όσο και μετά την είσοδό της στο ΜΣΙ ΙΙ.

Την 1η Ιανουαρίου 2008, η Κύπρος εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ, υλοποιώντας έτσι το στόχο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας. Στις 10 Ιουλίου 2007, το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ καθόρισε την τιμή μετατροπής της λίρας σε ευρώ ως €1 = £ 0,585274, που αντιστοιχεί με την κεντρική ισοτιμία της λίρας έναντι του ευρώ στο ΜΣΙ ΙΙ.

Με την ένταξη της Κύπρου στη ζώνη του ευρώ, η ΚΤΚ εφαρμόζει την ενιαία νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν δύο τύποι πάγιων διευκολύνσεων με σκοπό την παροχή και απορρόφηση ρευστότητας διάρκειας μίας ημέρας, μέσω της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, αντίστοιχα, ενώ ο λογαριασμός ελάχιστων αποθεματικών καθίσταται ο μόνος λειτουργικός λογαριασμός των τραπεζών με την ΚΤΚ.

Επιπλέον, στις 4 Νοεμβρίου 2014, με την έναρξη της λειτουργίας του ΕΕΜ, η εποπτεία των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων ανατέθηκε στην ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ ανέλαβε την άμεση προληπτική εποπτεία των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και των θυγατρικών τους που εδρεύουν σε κράτη-μέλη της ευρωζώνης, ενώ η άμεση προληπτική εποπτεία των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτη-μέλη συνεχίζει να ασκείται από τις εθνικές εποπτικές αρχές (δηλαδή στην Κύπρο από την ΚΤΚ), υπό τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ. Η εποπτεία υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται σε κράτη-μέλη παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα της εθνικής εποπτικής αρχής.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 59(1)(α) των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2016, η ΚΤΚ είναι η αρμόδια εποπτική Αρχή για την εφαρμογή των προνοιών της νομοθεσίας σε σχέση με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΠΙ), τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος. Σχετικά, η ΚΤΚ εξέδωσε το Δεκέμβριο του 2013 την Οδηγία προς τα ΠΙ για την Παρεμπόδιση του Ξεπλύματος Παράνομου Χρήματος και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, η οποία αναφέρεται αναλυτικά στον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου, καθώς επίσης και σειρά κατευθυντήριων γραμμών επί βασικών θεματικών ενοτήτων, όπως είναι οι διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες, η συνεχής παρακολούθηση των λογαριασμών και των συναλλαγών, τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, φορολογικά αδικήματα, τα οποία αποτελούν γενεσιουργό αδίκημα για σκοπούς ξεπλύματος παράνομου χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων που συνδέονται με το ξέπλυμα παράνομου χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Τον Απρίλιο του 2016, η ΚΤΚ εξέδωσε τροποποίηση της Οδηγίας προς τα ΠΙ.

Πέραν των πιο πάνω, η ΚΤΚ είναι η αρμόδια εποπτική αρχή για τα ιδρύματα πληρωμών, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο.

Τέλος, τον Ιανουάριο του 2015 συστάθηκε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) Αρ. 806/2014 για τη θέσπιση του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) ως δεύτερου πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης. Το ΕΣΕ είναι η αρχή εξυγίανσης για σημαντικούς και διασυνοριακούς τραπεζικούς ομίλους, οι οποίοι έχουν συσταθεί εντός των συμμετεχόντων κρατών μελών, δηλαδή χωρών οι οποίες έχουν το ευρώ ως νόμισμα τους. Το ΕΣΕ συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της ΚΤΚ. Η αποστολή του είναι να διασφαλιστεί η ομαλή εξυγίανση των αφερέγγυων τραπεζών με ελάχιστο κόστος για τους φορολογούμενους, την πραγματική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά των συμμετεχόντων κρατών μελών και όχι μόνο. Από την 1η Ιανουαρίου 2016, το ΕΣΕ έχει ξεκινήσει τις εργασίες του για την ανάπτυξη σχεδίων εξυγίανσης για τα πιστωτικά ιδρύματα, με ένα πλήρες σύνολο εξουσιών εξυγίανσης.