Εκτύπωση

Ομιλία του Διοικητή της ΚΤΚ κ. Κωνσταντίνου Ηροδότου στο 12th Limassol Economic Forum

Δευτέρα, 25 Οκτωβρίου 2021

 

Σημαντική και για το Ευρωσύστημα η βιώσιμη και πράσινη ανάπτυξη – 
Μεγάλοι οι κίνδυνοι για την οικονομία από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα και πολιτικές


Στην αναγκαιότητα  επίσπευσης των ενεργειών από όλα τα μέρη, ήτοι δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, για επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης και περιορισμό της μακροπρόθεσμης διατάραξης των οικονομιών και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα εστιάστηκε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (ΚΤΚ) κ. Κωνσταντίνος Ηροδότου κατά τη ομιλία του στο 12th Limassol Economic Forum. Εστιάστηκε, επίσης, στις συναφείς προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα, καθώς και το ρόλο του Ευρωσυστήματος.

Ειδικότερα: 

O κ. Ηροδότου σημείωσε, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, ότι δεν είναι υπερβολή ότι είμαστε η τελευταία γενιά που μπορεί να δράσει για τον περιορισμό της και αναφέρθηκε στις πολλαπλές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με ειδική αναφορά στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, ως μια από τις πιο επιρρεπής περιφέρειες της ΕΕ. Χαρακτήρισε ενθαρρυντικό ότι μετά τη Συμφωνία του Παρισιού το 2015, οι πολιτικές προτεραιότητες προσανατολίστηκαν στη βιωσιμότητα με φιλόδοξους στόχους και αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με αντικείμενο τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις επιχειρήσεις, στις τράπεζες και στο σύνολο εκάστης οικονομίας στα οποία αναφέρθηκε ο κ. Ηροδότου, το οικονομικό κόστος της κλιματικής αλλαγής είναι σημαντικά υψηλότερο στην απουσία έγκαιρων και αποτελεσματικών σχεδίων προσαρμογής. Σχετικά ανάφερε ότι, υπό σενάριο κατά το οποίο δεν λαμβάνονται πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι απώλειες στο ΑΕΠ είναι διπλάσιες σε σύγκριση με σενάριο μη συντεταγμένης μετάβασης που περιορίζει την αύξηση της θερμοκρασίας έστω και με καθυστέρηση στην εφαρμογή σχετικών πολιτικών και δράσεων.

Στη συνέχεια ο κ. Ηροδότου αναφέρθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ως πρωτοστάτη στο τομέα αυτό και παρέθεσε ως παράδειγμα το “European Green Deal” της ΕΕ και τη στρατηγική για την βιώσιμη χρηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, ανάφερε ότι ο στόχος της ΕΕ για μείωση κατά 55% των εκπομπών ρύπων μέχρι το 2035 (σε σύγκριση με το επίπεδο των ρύπων το 1990) δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν αυξηθούν σημαντικά οι «πράσινες» και «βιώσιμες» επενδύσεις έτσι ώστε να καλυφθεί το σχετικό κενό χρηματοδότησης. Επί τούτου, επισήμανε τη σημαντικότητα για περαιτέρω συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα περιλαμβανομένης της συνεισφοράς του σε καινοτόμες, ψηφιακές λύσεις, οι οποίες δύναται να συμβάλουν στη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη αφού οι «πράσινες» και οι «ψηφιακές» ατζέντες είναι κατά βάση αλληλένδετες.

Στη συνέχεια ο κ. Ηροδότου αναφέρθηκε αναλυτικά στον κομβικό ρόλο του Ευρωσυστήματος σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.

Οι Κεντρικές Τράπεζες, ανέφερε, βρίσκονται σε εγρήγορση καθώς οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα επηρεάζουν την ικανότητά τους να διαφυλάσσουν τη σταθερότητα των τιμών, καθώς και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ανάφερε ότι για τους προαναφερόμενους λόγους, το Ευρωσύστημα - δηλαδή η ΕΚΤ μαζί με τις  Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης, δεσμεύτηκαν, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής, όπως ενσωματωθούν περαιτέρω παράμετροι σχετικοί με την κλιματική αλλαγή στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, καθώς και στα λειτουργικά πλαίσια περιλαμβανομένων των σχετικών πλαισίων διαχείρισης κινδύνων. Μεταξύ άλλων, αποφάσισαν όπως αξιολογείται, από το 2022, η ανθεκτικότητα του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος έναντι των κλιματικών κινδύνων.

Ως εποπτική Αρχή, ανέφερε ότι οι τράπεζες πρέπει άμεσα να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες για τους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν από την κλιματική αλλαγή, όπως οι οικονομικές επιπτώσεις από φυσικές καταστροφές που επηρεάζουν κρίσιμους τομείς της οικονομίας, καθώς και οι κίνδυνοι από τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, που είναι πιθανό να προκαλέσει μεγάλες οικονομικές διακυμάνσεις τιμών. Επί τούτου, σημείωσε, οι εποπτικές Αρχές προτρέπουν ήδη τις τράπεζες να διαχειριστούν όλους τους σχετικούς κινδύνους, ενώ το 2022 θα διεξαχθεί άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με αντικείμενο τους κλιματικούς κινδύνους για τις τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.

Ο κ. Ηροδότου αναφέρθηκε, επίσης, στις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος σε επιχειρήσεις και τράπεζες όπου, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της σχετικής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της ΕΚΤ, προβλέπεται, υπό το δυσμενές σενάριο, ότι οι πιθανότητες αθέτησης υποχρεώσεων για τις εταιρείες στην ευρωζώνη θα αυξηθούν έως και 7% κατά μέσο όρο έως το 2050 και η κερδοφορία τους θα μειωθεί κατά πολύ περισσότερο. Εμφανείς θα είναι οι δευτερογενείς επιπτώσεις και στις τράπεζες της Ευρωζώνης, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση της πιθανότητας αθέτησης του συνόλου των δανειακών τους χαρτοφυλακίων κατά περίπου 7%, με τις αντίστοιχες τιμές για τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών που βρίσκονται στις πιο ευάλωτες περιοχές να αυξάνεται κατά πολύ περισσότερο.   

Ως σημαντική προϋπόθεση για την διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα, ο Διοικητής της ΚΤΚ επισήμανε αριθμό δράσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν ώστε να γίνει η καλύτερη δυνατή διαχείριση κινδύνων, όπως η ανάγκη βελτίωσης των δυνατοτήτων και μοντέλων ανάλυσης μοντέλων παρακολούθησης, ο καταρτισμός κατάλληλων σεναρίων προβλέψεων με πολύ μακροπρόθεσμο ορίζοντα αναφοράς ως και η φύση των εν λόγω κινδύνων, καθώς και η καλύτερη κατανόηση των διαφόρων καναλιών μετάδοσης των κινδύνων στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Καταληκτικά, σημείωσε τα εξής:
α) Η «πράσινη» και η «ψηφιακή» ατζέντα να συνδέονται και να υποστηρίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο.
β) Πρέπει να επιταχυνθούν οι προσπάθειές μας, καθώς οι αναλύσεις δείχνουν ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα είναι βαθιές.
γ) Τα ενδιαφερόμενα μέρη να έχουν υπόψη το ‘σημείο εκκίνησης’ τους έτσι ώστε να εμφυσήσουν στα σχέδιά τους τον ενδεικνυόμενο βαθμό λεπτομέρειας και φιλοδοξίας.